- τετραμηναίος
- -αία, -ον, Μβλ. τετραμηνιαίος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετραμηνιαίος — α, ο / τετραμηνιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τετραμηναῑος, αία, ον, Μ αυτός που διαρκεί τέσσερεις μήνες («τετραμηνιαίους σπονδὰς ἐποιήσαντο», Διόδ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραμηνιαῑον χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, τετράμηνο αρχ. (για έμβρυο)… … Dictionary of Greek